- γκλάβα
- η ирон. голова, башка, мозги;
§ δεν κόβει ( — или δεν παίρνει) η γκλάβα του — он ничего не соображает, у него котелок не варит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ δεν κόβει ( — или δεν παίρνει) η γκλάβα του — он ничего не соображает, у него котелок не варит
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκλάβα — η 1. (κοροϊδευτικά) το κεφάλι, το μυαλό 2. φρ. «δεν κόβει η γκλάβα του» δεν αντιλαμβάνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (σλαβ.) glava] … Dictionary of Greek
γκλάβα — η (λ. σλαβ.), η κεφαλή, το μυαλό: Βάλ’ το καλά στην γκλάβα σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
glavă — GLÁVĂ, gláve, s.f. 1. (peior.) Cap, căpăţână, bostan. 2. (înv.) Capitol. (din sl. glava; cf. bg., sb. glavă, pol. glowa, rus. golova, ngr. γκλάβα = încăpăţânat) … Dicționar Român
γκλάβας — ο [γκλάβα] 1. αυτός που δεν είναι έξυπνος, ο χοντροκέφαλος 2. πεισματάρης, ξεροκέφαλος … Dictionary of Greek